τέμνεται

τέμνεται
τέμνω
cut
pres ind mp 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Καμπότζη — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Καμπότζης Έκταση: 181.040 τ. χλμ. Πληθυσμός: 12.775.324 (2002) Πρωτεύουσα: Πνομ Πενχ (999.804 κάτ. το 1998)Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας, στη χερσόνησο της Ινδοκίνας. Συνορεύει στα Δ και στα ΒΔ με την Ταϊλάνδη,… …   Dictionary of Greek

  • κατακόρυφος — η, ο, θηλ. και ος 1. αυτός που έχει διεύθυνση προς το κέντρο τής γής, αυτός που έχει τη διεύθυνση τού νήματος τής στάθμης 2. το θηλ. ως ουσ. η κατακόρυφος νοητή γραμμή που τέμνει την ουράνια σφαίρα κατά τα δύο εκ διαμέτρου αντίθετα σημεία της… …   Dictionary of Greek

  • παραβολοειδές — (Μαθημ.). Μία από τις λεγόμενες επιφάνειες 2ου βαθμού. Ένα «ειδικό» π. είναι το εκ περιστροφής, όπως λέγεται. Ένα τέτοιο π. είναι η επιφάνεια που παράγει μία παραβολή αν περιστραφεί γύρω από τον άξονά της. Ο άξονας της παραβολής ονομάζεται ο… …   Dictionary of Greek

  • обрѣжемъ — (1*) прич. страд. наст. к обрѣзати 1 в 1 знач.: преводнѣ же кождо на(с) виногра(д) ѥсть х(с)въ. насаженъ въ дворѣ(х) б҃ьихъ... ни обрѣжемъ. ни въскопавае(м) (οὔτε τέμνεται) ГБ XIV, 114а …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • отреблѧти — ОТРЕБЛѦ|ТИ (2*), Ю, ѤТЬ гл. Очищать: и паки аки тѧжаръ отреблѧти садъ желѣзомь. МПр XIV2, 7 об.; | образн.: виноградъ х(с)въ быша лю(д)е июдѣистии. насаженѣ на землi маститѣ въ ер(с)лмѣ… нынѣ же ни отреблѧеть ни въскоповаѥть. и дх҃внии облаци… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • отъсѣкатисѧ — ОТЪСѢКА|ТИСѦ (4*), ЮСѦ, ѤТЬСѦ гл. 1.Рассекаться, разделяться. Образн.: доброѥ ѿсѣкаѥтьсѧ тѣло цр҃квьноѥ. [о разделе церкви] (τέμνεται) ЖФСт к. XII, 87 об. 2. Отсекаться. Образн.: мысльно мысль ѿ словеси ѿсѣкаетсѧ. СбТр XIV/XV, 1 об.; || перен.… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • έλλειψη — Απουσία, ανυπαρξία· ανεπάρκεια, ατέλεια, ελάττωμα. Ο όρος έ. αναφέρεται σε ένα σχήμα λόγου, στο οποίο παραλείπονται μία ή περισσότερες λέξεις που εύκολα εννοεί ο ακροατής, με σκοπό να εκφραστεί συντομότερα ή πυκνότερα μια σκέψη. Αυτή η συντομία… …   Dictionary of Greek

  • βολή — Το σύνολο των αναγκαίων υπολογισμών και χειρισμών για να εκτελεστεί η σκόπευση και η εκπυρσοκρότηση των πυροβόλων όπλων, έτσι ώστε τα βλήματα να πετύχουν τον στόχο. Ανάλογα με τη θέση του όπλου και του στόχου έχουμε διάφορα είδη β. (π.χ. β.… …   Dictionary of Greek

  • ενέλιξη — Στην προβολική γεωμετρία ε. ονομάζεται κάθε μη ταυτοτική προβολικότητα μεταξύ σχηματισμών α’ βαθμίδας και με τον ίδιο φορέα, που συμπίπτει με την αντίστροφή της. Αν μία προβολικότητα έχει ένα ενελικτικό ζεύγος, τότε είναι μία ε. Η ε. σημειοσειράς …   Dictionary of Greek

  • ενωτικός — ή, ό (AM ἑνωτικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή συμβάλλει στην ένωση, συνδετικός («σύγκρασιν ἑνωτικήν», Πλούτ.) 2. το αρσ. ως ουσ. ο ενωτικός ο οπαδός τής πολιτικής που επιδιώκει την ένωση τών εκκλησιών ή την ένωση μιας χώρας ή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”